- λέξεσι
- λέξιςspeechfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
περιανθίζω — ΜΑ 1. στολίζω με άνθη 2. μτφ. διανθίζω τον λόγο με ωραίες εκφράσεις και με λογικά επιχειρήματα («λόγος... λογικοῑς έπιχειρήμασι περιηνθισμένος», Φώτ.) μσν. διακοσμώ («οἰκίαν περιανθίζειν γραφαῑς καὶ ψηφῑσι καὶ ταῑς λοιπαῑς λέξεσι», Ψελλ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
«АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром … Православная энциклопедия